- ἑδραῖα
- ἑδραῖοςsittingneut nom/voc/acc plἑδραῖοςsittingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑδραία — ἑδραί̱ᾱ , ἑδραῖος sitting fem nom/voc/acc dual ἑδραί̱ᾱ , ἑδραῖος sitting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδραίᾳ — ἑδραί̱ᾱͅ , ἑδραῖος sitting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδραίος — α, ο (AM ἑδραῑος, α, ον και ἑδραῑος, ον) ακλόνητος, σταθερός, ακίνητος («εδραία πεποίθηση») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται κοντά στην έδρα, στον πρωκτό («εδραίο πτερύγιο») αρχ. 1. (για τεχνίτες ή για την εργασία τους) καθιστικός, που δεν απαιτεί… … Dictionary of Greek
εδραίος — α, ο 1. που στηρίζεται στερεά, ακλόνητος, ασάλευτος (κυριολ. και μτφ.): Εδραία πίστη. 2. (ανατ.), που βρίσκεται ή φυτρώνει κοντά στην έδρα (τον πρωκτό): Εδραίο πτερύγιο ψαριού. 3. που στηρίζεται στην έδρα: Εδραία θέση (γυμναστικό παράγγελμα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… … Dictionary of Greek
εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… … Dictionary of Greek
ημικατάκλιση — η (γυμναστ.) εδραία θέση με τεντωμένα τελείως τα δύο σκέλη πάνω στο έδαφος ή πάνω σε όργανο χωρίς όμως ο κορμός να εγγίζει το έδαφος … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek